γεωργούσης

γεωργούσης
γεωργέω
to be a husbandman
pres part act fem gen sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Γεωργούσης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αντώνιος. Οπλαρχηγός και Φιλικός, έμπιστος του Παπαφλέσσα. 2. Απόστολος. Καταγόταν από τον Βάλτο και διακρίθηκε ως αξιωματικός. 3. Γεώργιος. Γιος του Απόστολου (βλ. 2.). Πήρε μέρος ως επικεφαλής δικού του σώματος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”